μινύθω

μινύθω
μινύθω (Α)
(μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον)
1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ' ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.)
2. ελαττώνω κατά τον αριθμό
3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.)
4. εκμηδενίζομαι, χάνομαι («οὐδὲ γυναῑκες τίκτουσι μινύθουσι δὲ οἶκοι», Ησίοδ.)
5. (για σάρκες) φθίνω, λειώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μι-νύ-θω (πρβλ. φθι-νύθω) είναι ένας ενεστ. με θ. σε -νυ- (πρβλ. *φθίνFω και λατ. minuo «ελαττώνω») + επίθημα -θω που ανάγεται σε ΙΕ τ. *mineumi «μικραίνω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. mināti (πρβλ. μείων, μυκην. mewijo). Η ύπαρξη ενός επιθ. μινύς «μικρός, βραχύς, λίγος» θεωρείται αμφίβολη και αποδίδεται σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί το θ. μινυ- τού ρήματος (πρβλ. σύνθ. μινυ-ανθές*, μινύ-ωρος*). Ειδικά στο επίρρ. μίνυ-ν-θα* η παρουσία -ν- στο θ. μινυ- οδήγησε ορισμένους γραμματικούς να υποθέσουν την ύπαρξη ενός επιθ. μινύς (πρβλ. βαρύς: βαρύθω) τού οποίου η αιτ. μινύν εμφανίζεται — κατ' αυτήν τήν άποψη — στο επίρρ. μίνυνθα. Παρ' όλα αυτά, το α' συνθετικό τών συνθέτων μινυ-ανθές, μινύ-ωρος κ.λπ. θα μπορούσε κάλλιστα να αναχθεί στο ρηματ. θ. μινυ-, ενώ η παρουσία -ν- στο επίρρ. μίνυνθα αποδίδεται στη διευθέτηση μετρικών αναγκών, χωρίς να χρειαστεί η μεσολάβηση τού επιθ. μινύς. Στην ΙΕ, παράλληλα με τη ρίζα τού μινύθω, εμφανίζεται και ρίζα *men-wo «μικρός, μικραίνω» (πρβλ. μανός), στην οποία ανάγονται γερμ. τ. όπως minniza κ.λπ., ενώ ο ιρλδ. τ. min πρέπει να είναι δάνειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μινυθώ — μινυθῶ, έω (Α) μινύθω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μινύθω, κατά τα συνηρημένα ρ. σε έω] …   Dictionary of Greek

  • μινύθω — lessen pres subj act 1st sg μινύθω lessen pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύθῃ — μινύθω lessen pres subj mp 2nd sg μινύθω lessen pres ind mp 2nd sg μινύθω lessen pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινυνθάνει — μινύθω lessen pres ind mp 2nd sg (epic) μινύθω lessen pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύθει — μινύθω lessen pres ind mp 2nd sg μινύθω lessen pres ind act 3rd sg μινυθέω reduce pres imperat act 2nd sg (attic epic) μινυθέω reduce imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύθεσκον — μινύθω lessen imperf ind act 3rd pl (epic ionic) μινύθω lessen imperf ind act 1st sg (epic ionic) μινυθέω reduce imperf ind act 3rd pl (epic ionic) μινυθέω reduce imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύθοντα — μινύθω lessen pres part act neut nom/voc/acc pl μινύθω lessen pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύθουσι — μινύθω lessen pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μινύθω lessen pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύθουσιν — μινύθω lessen pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μινύθω lessen pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίνυθον — μινύθω lessen imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μινύθω lessen imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”